Νομίσματα της Τουρκοκρατίας
|
Εισαγωγή
Η οικονομία της τελευταίας περιόδου του Βυζαντίου παρουσίαζε εικόνα σταδιακής παρακμής. Το κράτος παρουσίαζε αδυναμία να ανταποκριθεί στα έξοδα της εσωτερικής και εξωτερικής του πολιτικής. Η μείωση των εσόδων από τους φόρους και τα μεγάλα έξοδα κυρίως για την άμυνα του κράτους αλλά και η συνεχείς υποτιμήσεις της αξίας του νομίσματος, δείχνουν την φθίνουσα οικονομική κατάσταση του Βυζαντίου. Ο λαός υπέφερε από την πείνα, όλη αυτή η κατάσταση σε συνδυασμό με εσωτερικές διαμάχες, με δολοπλοκίες, με την στάση της Δύσης , του Πάπα και άλλων συμάχων, αναπόφευκτα οδήγησε το 1453 στην πτώση.
Ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου Κωνσταντίνος ΙΑ’ Δραγάσης, είχε ζητήσει βοήθεια από τους δυτικούς στην προσπάθεια του να σώσει την Κωνσταντινούπολη την οποία όμως του την αρνήθηκαν. Μια τελευταία προσπάθεια του αυτοκράτορα να ζητήσει βοήθεια από το παπικό κράτος τον Δεκέμβριο του 1452 δεν πέτυχε τίποτε άλλο από το να εξαγριώσει τον λαό που προτίμησε τη συνδιαλλαγή με τους Τούρκους παρά την υποταγή στην ρώμη.
Μετά τον θάνατο του σουλτάνου Μουράτ Β’, ο γιος του Μωάμεθ Β’ που τον διαδέχτηκε τον Φεβρουάριο του 1451, είχε σαν πρωταρχικό στόχο την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Άρχισε την προετοιμασία για αυτό τον σκοπό μαζεύοντας στρατό, χτίζοντας ένα ισχυρό κάστρο στον Βόσπορο και φροντίζοντας να αποκλείσει από όλες τις πλευρές την Κωνσταντινούπολη καταλαμβάνοντας τα εδάφη γύρω της.
Τον Απρίλιο του 1453 ξεκίνησε την πολιορκία της Πόλης με 150.000 στρατό και ισχυρό οπλισμό. Στις 29 – 5 – 1453 ο Μωάμεθ εξαπέλυσε επίθεση από τρεις πλευρές. Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου σκοτώθηκε επάνω στην μάχη. Για τρία μερόνυχτα οι Τούρκοι λεηλατούσαν την Πόλη κάνοντας ανυπολόγιστες καταστροφές. Αυτό ήταν και το τέλος του Βυζαντίου.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε η κατάκτηση και των υπόλοιπων ελληνικών χωρών. Το 1456 καταλύθηκε το δουκάτο των Αθηνών, το 1460 το δεσποτάτο του Μιστρά, το 1461 η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Στη θέση ενός λαού με μεγάλη πολιτιστική δύναμη και ιστορία, έρχεται τώρα ένας άλλος λαός, βάρβαρος και απολίτιστος, που δεν ήταν σε θέση να αφομοιώσει και να συνεχίσει τον πολιτισμό που βρήκε. Έτσι, ολόκληρη η περιοχή της Εγγύς Ανατολής μαζί και η Ελλάδα βυθίστηκαν σε μεσαιωνική βαρβαρότητα. Το πλήγμα ήταν βαρύ, όμως ο Ελληνισμός δεν έσβησε. Εξακολούθησε να ζει κάτω από την ισχυρή επίδραση του Βυζαντίου και να ελπίζει σε ανάσταση και αναγέννηση του Έθνους.
Τουρκικά νομίσματα
Η κατάσταση που βρήκε ο κατακτητής σε νομισματικό επίπεδο, όπως θα είδατε και στο προηγούμενο θέμα, ήταν μια πανσπερμία δυτικών νομισμάτων, αποτέλεσμα της εμπορικής επικοινωνίας μεταξύ ανατολής και δύσης, η οποία εντεινόμενη κυρίως από την εποχή των σταυροφόρων συντέλεσε στην εισαγωγή των δυτικών νομισμάτων στην ανατολή και το αντίστροφο.
Τα Τουρκικά νομίσματα είτε χρυσά είτε αργυρά ήταν ανεικονικά , επειδή το κοράνι απαγορεύει την απεικόνιση παραστάσεων ζώων ή ανθρώπων , έτσι οι διάφοροι τύποι τους φέρουν ρητά από το κοράνι καθώς και το όνομα του σουλτάνου και την χρονολογία κοπής του νομίσματος.
Ασημένιος παράς που υποδιαιρούνταν σε 3 ακτσέ του Μουσταφά Γ’ (1757-1774).
Το μόνο εθνικό νόμισμα από τα πρώτα χρόνια ίδρυσης του Οθωμανικού κράτους ήταν το άσπρο (akce). Το έκοψε πρώτος ο Ορχάν α΄ το 1328 , ήταν ασημένιο με βάρος 1,2 γρ. περίπου και είχε τίτλο 900/1000 αργύρου. Στις αρχές του 17ου αιώνα ζύγιζε μόνο 0,33 γραμμάρια. Η σταδιακή του αλλοίωση σε περιεκτικότητα ήταν τέτοια ώστε στο τέλος του αιώνα ζύγιζε 0,19 έως 0,1 γραμμάρια, οπότε και αποσύρθηκε από την κυκλοφορία και κατέληξε να χρησιμοποιείται μόνο ως λογιστικό χρήμα. Το ίδιο ταχύς ήταν και ο ρυθμός της πτώσης του τίτλου του, ήδη από τον 15ο αιώνα.
Χάλκινο νόμισμα δεν κόπηκε αλλά θεωρούμε χάλκινο το mangir (μαγκούρι) , το οποίο ξεκίνησε ως ασημένιο αλλά είχε μεγάλη περιεκτικότητα σε χαλκό.
Το πρώτο χρυσό τουρκικό νόμισμα το altyn (φλουρί) , κόπηκε από τον Μωάμεθ β΄ τον πορθητή το 1478 , το βρίσκουμε σε διάφορους τύπους και κόβετε σε διάφορα νομισματοκοπεία. Ανάλογα λοιπόν με τα παραπάνω παίρνει και διάφορα ονόματα. Έτσι έχουμε, μισιριώτικο , το σταμπόλι ή πολίτικο , το τουνεζίδικο , το μπαρμπαρέσικο , το τουραλί , το φλωρί ζέρι , το τζιτζιρί , το ζαρμακούπι , το φουντουκλί , κ.α. Ζύγιζε περίπου 3,42 γρ. και είχε τιμή 900/1000 κατά τον 15ο αιώνα. Είχε πολλές διακυμάνσεις στο βάρος του ανάλογα την εποχή και κατάληξε στις αρχές του 18ου αιώνα να ζυγίζει 2,4 γραμμάρια. Επίσης έχουμε διάφορα χρυσά πολλαπλάσια και υποπολλαπλάσια , όπως το μισό altun ονομαζόμενο nisfiye (νισφιές) και το ¼ το λεγόμενο rub (ρουμπιές). Αναφέρονται επίσης χρυσά νομίσματα των 2 altun.
Το altun ισοδυναμούσε επί Μωάμεθ Β’ με 40 άσπρα. Επί Βαγιαζίτ Β’ στα τέλη του 15ου και στις αρχές του 16ου αιώνα ισοδυναμούσε με 54 άσπρα. Στο τέλος του αιώνα ισοδυναμούσε με 130 έως 160 άσπρα και στις αρχές του 17ου αιώνα 200 άσπρα. Στο τέλος κατάντησε και αυτό απλό λογιστικό νόμισμα και αντικαταστάθηκε από τον αργυρό παρά.
Ο παράς αποτέλεσε την βάση του νέου νομισματικού συστήματος. Η χρονολογία και ο τόπος κοπής του δεν μας είναι γνωστά.
Άλλο ασημένιο νόμισμα είναι το gurus (γρόσι) , το οποίο κόπηκε επί Σουλεϊμάν β΄ (1687-1691) , μεταξύ γροσιού και παρά υπάρχουν ενδιάμεσα αργυρά νομίσματα που είναι υποδιαιρέσεις του γροσιού ή πολλαπλάσια του παρά. Αυτά είναι το beslik (μπεσλίκι ή πεντάρι) ίσο με 5 παράδες , το onluk (ρούπι ή δεκάρι) ίσο με 10 παράδες , το onbeslik ίσο με 15 παράδες και το yirmilik (γιρμιλίκι) ίσο με 20 παράδες. Ακόμη κόπηκε και το zolta (ζολότα) των 30 παράδων. Το Τούρκικο γρόσι (πιάστρο) κατά το τρίτο τέταρτο του 17ου αιώνα άρχισε να εκτυπώνετε κατά μίμηση του Ολλανδικού τάλιρου. Στο νομισματικό αυτό σύστημα πού διατηρήθηκε έως την μεταρρύθμιση του Abdoul Medjit, οι αναλογίες είναι: 1 γρόσι = 40 παράδες = 120 άσπρα.
Νομίσματα πολλαπλάσια του γροσιού είναι το altmislik (εξηντάρι) των 60 παράδων , το ikilik (κιλίκι) των 80 παράδων και το ukluk (κατοστάρι) των 100 παράδων.
Το βάρος και ο τίτλος τόσο στον παρά όσο και στο γρόσι είχαν μεταβολές. Ο παράς από 19,24 γραμμάρια τον 17ο αιώνα, πέφτει στα 4,65 γραμμάρια το 1810. Στις αρχές του 18ου αιώνα 3 γρόσια ισοδυναμούσαν με ένα Βενετσιάνικο τσεκίνι. Στο τέλος του αιώνα η ισοδυναμία έγινε 7,75 γρόσια.
Ασημένια ζολότα αξίας 30 παράδων
του Μουσταφά Γ’ (1757-1774).
Ασημένιο γρόσι αξίας 40 παράδων
του Μουσταφά Γ’ (1757-1774).
Αλτίν χρυσό νόμισμα του
Μουσταφά Γ’ (1757-1774).
Η αστάθεια του Τούρκικου νομίσματος εντείνετε περισσότερο με τις κοπές διαφόρων νομισματοκοπείων, οι οποίες δεν είχαν ούτε τον ίδιο τίτλο ούτε το ίδιο βάρος μεταξύ τους.
Η κύρια πηγή συσσώρευσης νομισμάτων στα ταμεία της Τουρκικής αυτοκρατορίας ήταν η φορολογία των πληθυσμών. Αυτοί οι φόροι εισπράττονταν μόνο σε γερό νόμισμα ενώ στην αγορά κυκλοφορούσε κατ΄ εξοχήν πληθωριστικό χρήμα. Συνεπώς, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Ευγενία Λιατά στο βιβλίο της, έχουμε μια εκχρηματισμένη οικονομία που έχει σαν κύριο χαρακτηριστικό της την νομισματική πολυμορφία και που το λογιστικό χρήμα συγχέετε με το πραγματικό και το οθωμανικό με το ευρωπαϊκό σύστημα συνυπάρχουν στις συναλλαγές.
Η μεγάλη ποικιλία νομισμάτων και η ελευθερία με την οποία κυκλοφορούσαν , σε σχέση με την άγνοια του πληθυσμού για την πραγματική ανταλλακτική αξία του καθενός ευνοούσε την κιβδηλεία και την κερδοσκοπία. Το νόμισμα καθ΄ όλη την διάρκεια της τουρκοκρατίας γνώρισε αλλεπάλληλες διακυμάνσεις της τιμής του , η ανάπτυξη του εμπορίου φέρνει μεγάλες ποσότητες ευρωπαϊκού χρήματος στην ανατολή όπου και προτιμάται λόγο της σταθερότητας της αξίας του.
Οι έμποροι έφερναν στην ανατολή αλλοιωμένα στην πραγματικότητα νομίσματα πάνω στα οποία κερδοσκοπούσαν πουλώντας τα για γνήσια. Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής είναι ότι το Τουρκικό χρήμα καταντά με τον καιρό απλό λογιστικό νόμισμα , με το οποίο όμως γίνονται οι λογαριασμοί στις δοσοληψίες , αλλά η πληρωμή γίνετε με Ευρωπαϊκό νόμισμα.
Η κοπή νομίσματος ήταν αποκλειστικό προνόμιο του σουλτάνου. Στα Επτάνησα την ευθύνη και τον έλεγχο της κοπής του νομίσματος είχε η γερουσία της Κέρκυρας.
Τα επίσημα νομίσματα στα οποία κατά κανόνα ορίζονται οι φόροι από την πύλη είναι :
Για τα χρυσά , τα φλωριά (βενέτικα , μαντζάρικα , μισίρικα , σιερίφια , φουντουκλιά , μαχμουτιέδες).
Για τα αργυρά , (το γρόσι , το μπεσλίκι , το γερμιλίκι).
Από τα Ευρωπαϊκά γίνονται δεκτά τα τάλιρα και τα ρεάλια.
Ο οικονομικός μαρασμός της Τουρκικής αυτοκρατορίας αποδίδετε στον εσωτερικό αποθησαυρισμό , όλοι οι αξιωματικοί της πύλης κι αυτός ο ίδιος ο σουλτάνος με το πάθος τους για συσσώρευση πλούτου συντελούν στην πτώχευση της αυτοκρατορίας. Ο αποθησαυρισμός συντελείτε σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Δεν αποταμιεύει βέβαια κανείς γρόσια ή παράδες αλλά κυρίως γερά νομίσματα , ανάλογα φυσικά με την κοινωνική τάξη είναι και η ποικιλία των νομισμάτων που κατέχει ένα άτομο.
Εντυπωσιακό παράδειγμα που αξίζει να αναφέρουμε είναι ο θησαυρός του αλί πασά όπως βρέθηκε μετά τον θάνατο του. Βρέθηκαν λοιπόν : 1.000.000 φλωριά βενετσιάνικα , 800.000 μαντζάρικα , 800.000 κωνσταντινοπολίτικα , 500.000 αιγυπτιακά , 500.000 τουνέζικα , 400.000 μαχμουτιέδες , 500.000 ρουμπιέδες , 1.000.000 τάλιρα κολονάτα , 400.000 τάλιρα αυστριακά Μαρίας Θηρεσίας , 1.000.000 metallikes en argent , 16.000 ντουμπλόνια. Αυτό που παρατηρούμε είναι ότι σε σύνολο 6.916.000 νομισμάτων τη συντριπτική υπεροχή έχουν και εδώ τα διάφορα χρυσά νομίσματα έναντι των ασημένιων.
http://coinsmaniaothoman.tripod.com/turkish_coins/turkish_coins.htm